- ταπεινουμένη
- ταπεινόωlowerpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτύρω — Α 1. (συν. το μέσ.) πτύρομαι φοβάμαι, τρομάζω (α. «ἵνα δι αὐτὸ κακῶς μοι ἔχῃ ἡ ψυχή... ταπεινουμένη, ὀρεγομένη... πτυρομένη;», Μάρκ. Αυρ. β. «συνέβαινε πτύρεσθαι τοὺς τῶν Ἰνδῶν ἵππους», Διόδ. Σικ. γ. «καὶ μὴ πτυρόμενοι ἐν μηδενὶ ὑπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
συνδύομαι — Α 1. μτφ. βυθίζομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον («ψυχὴ... ταπεινουμένη... συνδυουμένη» ψυχή ταπεινωμένη... βαθύτατα θλιμμένη, Μάρκ. Αυρ.) 2. συνεννοούμαι με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δύω, ομαι «βυθίζομαι»] … Dictionary of Greek